δρόσιζε

δρόσιζε
δροσίζω
bedew
pres imperat act 2nd sg
δροσίζω
bedew
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απόγειο — I απόγειο, το και απόγαιο, το 1. η μέγιστη απόσταση της Σελήνης ή άλλου πλανήτη από τη Γη. 2. το ανώτερο σημείο, η ακμή: Η Αθήνα στα χρόνια του Θεμιστοκλή είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας της. II ο στεριανός αέρας: Το βραδάκι μάς δρόσιζε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάτης — ο η θαλασσινή αύρα: Καθόμουν στην ακρογιαλιά και με δρόσιζε ο μπάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”